Σάββατο 21 Απριλίου 2018

21 Απριλίου 1967

Παρασκευή, 21 Απριλίου 1967.
Η μέρα ξημέρωσε λαμπρή. Ανοιξιάτικη καθαρότητα. Ξεπλυμένη η φύση απ’ τις ανοιξιάτικες βροχές στραφταλίζει. Σταγόνες πρωϊνής δροσιάς κάνουν το κάθε χορταράκι ένα μικρό πολυέλαιο καθώς ιριδίζουν με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου.
Τελευταία μέρα πριν τις διακοπές του Πάσχα. Φεύγω για το σχολειό χαρούμενη ακριβώς γιατί θα έχω 15 μέρες ελευθερίας μπροστά μου. Καθόλου δε με νοιάζει που δεν θα πάω να πω το Λάζαρο την άλλη μέρα. Άλλωστε είμαι πια μεγάλη, ΣΤ’ Δημοτικού! Τί ανάγκη έχω να λέω “Λάζαρε λαζαρωμένε και με το κερί ζωμένε' και να μαζεύω αυγά. Αυτά είναι για τους μικρούς, εγώ το Σάββατο του Λαζάρου φεύγω για Αθήνα. Εννοείται είμαι προνομιούχα. Κανένας απ’ τους συμμαθητές μου δεν έχει πάει ποτέ Αθήνα. Εγώ πάω να δω τον μπαμπά και να διασκεδάσω. Ευτυχία.
Κάπου γύρω στις 9 το πρωί ακούγονται εμβατήρια απ’ τα μεγάφωνα της Πλατείας του Νέου που φτάνουν σβησμένα ως εμάς. Ο δάσκαλο, ο Κύριος Διαμαντής, με φωνάζει και μου λέει: Ελευθερία, πήγαινε σπίτι σου, σε θέλει η μητέρα σου.
Άλλη ευτυχία τούτη. Όχι μόνο είναι η τελευταία μέρα του σχολείου αλλά θα φύγω και πιο νωρίς. Γυρίζω σπίτι τρέχοντας. Με το που βλέπω τη μάνα μου καταλαβαίνω πως κάτι δεν πάει καλά.
-Έρη, μου λέει, έγινε πραξικόπημα. Τα τηλέφωνα για Αθήνα είναι νεκρά και δεν μπορώ να επικοινωνήσω με τον μπαμπά. Τώρα μόλις πήρε τηλέφωνο η θεία Καίτη και μου είπε πως πιάσανε τον θείο Αλέξη. Θα πάω να δω τί κάνει. Αν έρθει κανείς απ’ την αστυνομία και με ζητήσει, πες τους πως είμαι στου θειου Σεβαστάκη.
Φυσικά, δεν έχω ιδέα τί σημαίνει “πραξικόπημα' αλλά έτσι όπως το είπε η μαμά, μοιάζει να εννοεί πως ξέρω τί σημαίνει, έτσι ντρέπομαι να ρωτήσω και λέω απλώς “Καλά'.
Η μαμά φεύγει και μένω ν’ αναρωτιέμαι τί στο καλό συμβαίνει, ποιοί και γιατί πιάσανε το θείο Αλέξη, τί πάει η μαμά να κάνει στο σπίτι της θείας Καίτης.
Δεν έχω πολύ καιρό ν’ αναρωτηθώ γιατί μετά από λίγο χτυπάει η πόρτα. Ανοίγω. Είναι πράγματι ο Διοικητής του Τμήματος Καρλοβάσου Αλεξόπουλος με δυο αστυνομικούς.
-Που είναι η μάνα σου , με ρωτάει.
-Στου θείου Σεβαστάκη το σπίτι πήγε και μου είπε να σας το πω.
Πάει να μπει μέσα στο σπίτι.
-Πού είναι το χαρτί; ρωτάω γιατί, φανατική αναγνώστρια του Μικρού Ήρωα, της Μάσκας και του Μυστήριου, (τα Ταρζάν-Γκαούρ, Μικρός Σερίφης και Μικρός Καουμπόυς, δεν άπτονατι της περίπτωσης), ξέρω πως για να μπει η αστυνομία να κάνει έρευνα πρέπει να έχει “χαρτί'.
Ο διοικητής με σπρώχνει, μπαίνει στο σπίτι κι αρχίζει να ψάχνει τα δωμάτια. Ο παππούς βρίσκεται στην τουαλέτα. Έχει πάθει ημιπληγία και η αριστερή του πλευρά είναι παράλυτη. Ανοίγουν την πόρτα και τον βγάζουν έξω. Έξαλλη εγώ, σηκώνω το κάλυμμα του καναπέ και λέω: Εδώ αποκάτω δεν κοιτάξατε!
Δε μου μιλάει κανείς και φεύγουν.
Βγαίνω στον κεντρικό δρόμο και περιμένω να γυρίσει η μαμά.
Λίγο αργότερα, το αυτοκίνητο της αστυνομίας ανεβαίνει το δρόμο. Σταματάει μπροστά μου, ανοίγει το τζάμι του πίσω καθίσματος και η μαμά μου δίνει τα κλειδιά της.
-Μέσα στο γραφείο μου έχω χρήματα, λέει. Να προσέχεις τον παππού.
Το αυτοκίνητο φεύγει.
Πιάσανε και τη μαμά και τώρα είμαι εγώ υπεύθυνη για το σπίτι και για τον παππού.
Δε μου κακοφαίνεται καθόλου. Θα παρατήσω το σχολείο, που έτσι κι αλλιώς δε μ’ αρέσει, θα δουλεύω για να φροντίζω τον παππού και θα επεξεργαστώ ένα σχέδιο για να αποδράσει η μαμά απ’ τη φυλακή…
Καλημέρα Χούντα!

Κείμενο της Ρίτσου Ερη