Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

Το κοριτσάκι και οι κούκλες...

Ηταν ένα κοριτσάκι λεπτό, ευαίσθητο πολύ και διακριτικό. Αυτό το παιδί ένιωθε πολύ μόνο... Δεν είχε αδέρφια.... Μετά το παιχνίδι γύριζε σπίτι και ήταν μόνη. Ετσι αισθανόταν πάντως... Πολύ μόνη. Κάποια βράδια έβγαινε στο μπαλκόνι και κοιτούσε το διπλανό σπίτι. Εκεί έμενε μια οικογένεια με πολλά παιδιά...... Τα κοιτούσε κι ένιωθε ένα τσίμπημα στην καρδούλα της. Τότε γύρναγε στις κούκλες της και έπαιζε.... Ετσι είχε αγαπήσει πάρα πολύ τις κούκλες της..... Ακόμα κι αυτές που είχαν παλιώσει. Για κείνη ήταν κάτι σαν ζωντανά πλάσματα...τ' αδερφάκια που δεν είχε... Είχε δεθεί μαζί τους.... Μια μέρα ήρθε στο σπίτι τους μια ψηλή κυρία μάλλον φίλη της μαμάς. Ζήτησε να μιλήσει στο κοριτσάκι... Εμειναν οι δυο τους στο δωμάτιο της. Πόσο μικρό φαινόταν το δωμάτιο με την ψηλή κυρία..!! Είπε στο κοριτσάκι πως έχει πολλές κούκλες και μερικές έχουν παλιώσει και χαλάσει. Φαινόταν πως δεν έπαιζε πια μ' αυτές. Πρότεινε τότε η ψηλή κυρία να πάρει τις παλιές κούκλες που δεν ήθελε πια το κοριτσάκι. Θα τις έδινε σε παιδάκια που δεν είχαν κούκλες. Ζήτησε απ' το παιδί να διαλέξει ποιες ήταν οι ποιο παλιές. Το κοριτσάκι δέχτηκε γιατί σκέφτηκε τα φτωχά παιδάκια..... Η κυρία πήγε στο άλλο δωμάτιο και έπινε καφέ με τη μαμά της. Το κοριτσάκι είχε μια μέρα να ξεδιαλλέξει τις παλιές κούκλες. Διάλεξε αυτές που δεν έπαιζε πια μαζί τους, τις χαλασμένες και τις έβαλε τακτικά σε μια τσάντα. Την άλλη μέρα το απόγευμα η ψηλή κυρία ήρθε ξανά. Καθόταν στον κήπο με τη μαμά της μικρής και μιλούσαν. Το κοριτσάκι κατέβηκε με την τσάντα και την άφησε δίπλα στην καμέλια. Μετά πήγε και χώθηκε στην αγκαλιά της μαμάς της. Οι δυο γυναίκες μιλούσαν μέχρι που βράδιασε. Το παιδάκι δεν άκουγε μόνο σκεφτόταν τις κούκλες μέσα στην τσάντα...... Που θα πήγαιναν άραγε; Θα τις αγαπούσε άλλο παιδάκι όσο εκείνη; Μήπως τις κακομεταχειριζόταν; Μην τις πετούσε κάπου; Σίγουρα κανείς δε θα τις αγαπούσε όσο εκείνη.... Ειδικά τώρα που είχαν παλιώσει και χαλάσει. Χωρίς να το καταλάβει καλά καλά τα ματάκια της βούρκωσαν και άρχισε να κλαίει... Η κυρία τη ρώτησε μήπως δε θέλει να δώσει τις κούκλες.... Κι εκείνη μέσα στους λυγμούς της προσπάθησε να εξηγήσει.... Οσο μπορούσε να εξηγήσει ένα μικρό παιδί. Στενοχωριόταν για τα παιδάκια που δεν είχαν κούκλες μα στενοχωριόταν και για τις κούκλες..... Δεν ήθελε να τις πετάξουν ή να τις πονέσουν..... Δεν ήξερε αν θα βρεθούν κάπου που θα κρυώνουν ή θα νιώθουν άσχημα. Η κυρία προσπάθησε να τη μεταπείσει αλλά δεν τα κατάφερε... Μετά από λίγο είπε στο κοριτσάκι να κρατήσει τις κούκλες του. Το κοριτσάκι σταμάτησε να κλαίει, πήρα την τσάντα και γύρισε τις κούκλες πίσω στη θέση τους. Ξεμαλλιασμένες, γυμνές και παλιές εκείνη όμως τις αγαπούσε. Τις αγκάλιασε σφιχτά και τις φίλησε πριν τις βάλει πίσω στη θέση τους. Από τότε κανένας δεν της ζήτησε ξανά να δώσει τις κούκλες της.... Οταν μεγάλωσε τις έδωσε μόνη.... Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία...... Αντε τώρα για ύπνο όλοι..!!